- προκατεύχομαι
- πρό-κατεύχομαιpray earnestlypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατεύχομαι — Α κάνω προσευχές, προσεύχομαι πριν από μια πράξη («προκατεύχεται ὁ ἱερεὺς τῆς τροφῆς» ο ιερέας εκφωνεί ευχή πριν από το φαγητό, Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατεύχομαι «εύχομαι, προσεύχομαι»] … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek